βούπαις

βούπαις
βούπαις, ο (Α)
1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο
2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βούπαις — big boy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδα — βούπαις big boy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδας — βούπαις big boy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδες — βούπαις big boy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδος — βούπαις big boy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαισι — βούπαις big boy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έξακμος — ἔξακμος, ο (Α) [ακμή] βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας …   Dictionary of Greek

  • βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] …   Dictionary of Greek

  • βουμελία — βουμελία, η (Α) είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”